Είναι το παιδί μου «κακομαθημένο»; Κατευθύνσεις για γονείς σε απόγνωση!!!

Πώς ορίζεται το «κακομαθημένο παιδί»;

Στην ψυχολογία δεν υπάρχει επίσημος επιστημονικός ορισμός για το «κακομαθημένο παιδί», γι’ αυτό και πολλοί ψυχολόγοι αποφεύγουν να χρησιμοποιούν αυτή τη φράση. Στην καθομιλουμένη, ωστόσο, «κακομαθημένο» ή «καλομαθημένο» (σε μετάφραση του αγγλικού «spoiled») λέμε το παιδί που εμφανίζει μία υπερβολική, εγωκεντρική και ανώριμη συμπεριφορά. Πιο συγκεκριμένα:

  • Δεν ενδιαφέρεται για τους άλλους και δεν τους σέβεται
  • Έχει υπερβολικές απαιτήσεις από αυτούς και προσπαθεί να τους χειρίζεται
  • Επιμένει να γίνονται τα πράγματα όπως εκείνο θέλει
  • Θυμώνει και γκρινιάζει όταν δε γίνεται το δικό του
  • Έχει συχνά ξεσπάσματα θυμού
  • Δυσκολεύεται να μοιράζεται (π.χ. παιχνίδια) ή να περιμένει τη σειρά του
  • Δεν υπακούει στα όρια, δε συμμορφώνεται με τους κανόνες.

 

Πώς ένα παιδί μαθαίνει να συμπεριφέρεται με αυτό τον τρόπο;

Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το στυλ διαπαιδαγώγησης που χρησιμοποιούν οι γονείς του. Οι «επιτρεπτικοί-παραχωρητικοί» γονείς αποδέχονται τα πάντα, δε θέτουν όρια και κανόνες, φροντίζουν να ικανοποιούν κάθε επιθυμία του παιδιού, όσο παράλογη και αν είναι και συχνά υποχωρούν στα παράπονα, στη γκρίνια και στα ξεσπάσματα θυμού του.

 

Πολλές φορές άτομα του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος, όπως παππούδες, γιαγιάδες, θείοι, θείες κ.ά., που περνούν χρόνο σε καθημερινή βάση με το παιδί και του συμπεριφέρονται με «επιτρεπτικό-παραχωρητικό» τρόπο, μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη συμπεριφορά του. Έτσι, οι σημαντικοί άνθρωποι στο περιβάλλον του παιδιού μας του δείχνουν ότι εκείνο είναι πάνω από όλα, κάτι που καλλιεργεί τον εγωκεντρισμό και αναιρεί κάθε έννοια σεβασμού του άλλου και συνεργασίας μαζί του σε ένα πλαίσιο συγκεκριμένων κανόνων και ορίων.

 

Τα πράγματα είναι δύσκολα, όχι μόνο για τους ανθρώπους που περιβάλλουν ένα «κακομαθημένο» παιδί, αλλά και για το ίδιο. Στη νηπιακή, αλλά και μετέπειτα στη σχολική ηλικία συναντά ιδιαίτερες δυσκολίες στις κοινωνικές συναναστροφές. Οι συνομήλικοί του δεν το συμπαθούν και αποφεύγουν να παίζουν μαζί του, αφού δεν ξέρει να συνεργάζεται, θέλει να γίνεται το δικό του και θυμώνει όταν δε συμβαίνει αυτό. Έτσι, το «κακομαθημένο» παιδί σταδιακά απομονώνεται και αποκτά χαμηλό αυτό-συναίσθημα. Στην εφηβεία είναι πιθανό να εμφανίσει διαταραχές άγχους ή κατάθλιψη και να στραφεί στο τσιγάρο, στο αλκοόλ ή στα ναρκωτικά.

 

Πώς μπορούμε να μην «κακομαθαίνουμε-καλομαθαίνουμε» το παιδί μας;

  • Όταν είναι βρέφος (έως 12 μηνών), του προσφέρουμε απλόχερα την αγκαλιά μας και ικανοποιούμε άμεσα τις βιολογικές ανάγκες του. Άλλωστε το μωρό χρειάζεται αυτή τη φροντίδα προκειμένου να νιώσει ασφάλεια μέσα στο νέο του περιβάλλον. 
  • Καθώς μεγαλώνει, θεσπίζουμε όρια και κανόνες ανάλογα με την ηλικία του. Οι κανόνες μπορούν να αποφασίζονται σε συνεργασία με το παιδί ήδη από την νηπιακή ηλικία.
  • Θυμόμαστε ότι τα όρια και οι απαγορεύσεις είναι απαραίτητα στο παιδί από μικρή ηλικία, αφού του δίνουν μία αίσθηση ασφάλειας μέσα σε ένα άγνωστο αρχικά κόσμο. 
  • Φροντίζουμε να τηρούμε πρώτοι εμείς τους κανόνες και να αντιδρούμε με σταθερότητα σε οποιαδήποτε συμπεριφορά του παιδιού.
  • Περνάμε το μήνυμα ότι ορισμένοι κανόνες είναι αδιαπραγμάτευτοι (π.χ. πηγαίνουμε για ύπνο στις 9 μμ.).
  • Κάποιες φορές, δίνουμε στο παιδί τη δυνατότητα να επιλέξει μόνο του ανάμεσα σε δύο πράγματα που έχουμε ήδη εγκρίνει (π.χ. τι θα φάει σε ένα εστιατόριο, τι ρούχα θα φορέσει κ.ά.)
  • Προσπαθούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στις ανάγκες και στις επιθυμίες. Βασικές ανάγκες είναι η ανάγκη για φαγητό, νερό, φροντίδα, τρυφερότητα, ασφάλεια κ.ά. Βιώνονται ως πείνα, δίψα, πόνος ή/και φόβος κ.ά. και μπορεί να εκφράζονται με κλάμα (ιδίως στα βρέφη). Στην περίπτωση αυτή  θα πρέπει άμεσα να ικανοποιούνται. Όταν το παιδί κλαίει χωρίς να έχει κάποια βασική ανάγκη, τότε πιθανά έχει κάποια επιθυμία, στην οποία δε θα πρέπει να ενδώσουμε, ιδιαίτερα αν είναι παράλογη.
  • Αν το κλάμα του παιδιού εξελιχθεί σε ξέσπασμα θυμού, επιστρατεύουμε όλη την υπομονή μας προκειμένου να μην ενδώσουμε στις απαιτήσεις του. Δείχνουμε κατανόηση στα συναισθήματά του, αλλά δεν ανεχόμαστε την απαράδεκτη συμπεριφορά του. Όταν ηρεμήσουν τα πράγματα συζητούμε γύρω από το περιστατικό και συμφωνούμε στην επιβολή μιας συνέπειας για την ανάρμοστη συμπεριφορά.
  • Καλλιεργούμε την αυτονομία του, αποφεύγοντας να κάνουμε πράγματα που μπορεί να κάνει μόνο του και του αναθέτουμε πρωτοβουλίες.
  • Διδάσκουμε την υπομονή και την επιμονή σε περιπτώσεις δυσκολιών ή αποτυχίας, ενώ παράλληλα του επιτρέπουμε να τις χειριστεί μόνο του (αρχικά με τη δική μας καθοδήγηση).