Ώρα για μελέτη: όταν το παιδί αρνείται να διαβάσει...

Το σχολείο ξεκίνησε, το ίδιο και το «διάβασμα»… Η απογευματινή μελέτη των μαθημάτων είναι απαραίτητο συστατικό της μάθησης σε όλες τις ηλικίες, καθώς αποτελεί ένα είδος εμπέδωσης όσων διδάχθηκαν τα παιδιά στο σχολείο. Επιπλέον, η διαδικασία της μελέτης εξασκεί και καλλιεργεί ποικίλες μαθησιακές δεξιότητες, όπως αυτές της οργάνωσης, της συγκέντρωσης και της ολοκλήρωσης  ενός έργου.

 

Από την άλλη πλευρά, ζούμε σε μία εποχή, όπου πληθώρα οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων κατακλύζουν τα παιδιά και τους εφήβους καθημερινά. Κινητό, tablet, υπολογιστής, τηλεόραση προσφέρουν μία ιδιαίτερη μορφή ψυχαγωγίας, ώστε έχουν «κερδίσει» παιδιά και εφήβους και έχουν μπει για τα καλά στη ζωή τους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, πώς περιμένουμε να συγκεντρώνονται και να μελετούν τα μαθήματά τους με προθυμία;

 

Έτσι,  οι γονείς συχνά έχουμε να αντιμετωπίσουμε την άρνηση του παιδιού μας να διαβάσει τα μαθήματά του στο σπίτι και ανησυχούμε ή … αγανακτούμε με αυτή την κατάσταση!!!

 

 

Γιατί να μη θέλει να διαβάσει;

 

Υπάρχουν χίλιοι λόγοι που το παιδί ενδέχεται να αρνείται να διαβάσει… Ας θυμηθούμε κι εμείς τους εαυτούς μας ως παιδιά, δε νομίζω ότι κανένας μας πετούσε τη σκούφια του για το απογευματινό διάβασμα… Κι ένας λόγος παραπάνω στη σημερινή εποχή, με τόσα ερεθίσματα γύρω-γύρω…

 

Ωστόσο, αρχίζουμε να προβληματιζόμαστε όταν η άρνηση για μελέτη αποκτά μία συστηματικότητα και παρατηρείται σχεδόν σε καθημερινή βάση. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να συνυπάρχει και με άλλες καταστάσεις, οι οποίες είτε έχουν γίνει αντιληπτές από το γονιό, είτε όχι. Για παράδειγμα:

 

  • Μπορεί να υπάρχουν δυσκολίες στη μάθηση,  κάποια Ειδική Μαθησιακή Δυσκολία (δυσλεξία, δυσορθογραφία κ.ά.), ή ακόμα δυσκολία στη συγκέντρωση και στη διατήρηση της προσοχής, με αποτέλεσμα το διάβασμα να φαντάζει … Γολγοθάς! Έτσι, το παιδί είναι φυσικό να αρνείται να μελετήσει, αφού δυσκολεύεται και δεν έχει την κατάλληλη βοήθεια.
  • Ενδέχεται να υπάρχει σημαντική έκπτωση στη λειτουργία των αισθήσεων του παιδιού, π.χ. στην όραση ή στην ακοή, οπότε κουράζεται πολύ στο σχολείο και όταν φτάνει η ώρα της απογευματινής μελέτης αδυνατεί πλέον να ανταποκριθεί.
  • Επίσης, είναι πιθανό το παιδί να μην έχει κατανοήσει ότι η καθημερινή μελέτη είναι μία από τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες του. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις, όπου οι γονείς δεν επιβάλλουμε σαφή και σταθερά όρια, το παιδί παρατείνει συνεχώς την έναρξη της μελέτης του, μέχρι που εκρηγνυόμαστε και τελικά πηγαίνει για διάβασμα με κλάματα. 
  • Ακόμα, συγκεκριμένα σε ό, τι αφορά τους εφήβους, η άρνηση για μελέτη θα μπορούσε να ενταχθεί στα πλαίσια μίας γενικότερης άρνησης ή αντίδρασης απέναντί στην «εξουσία» που ενσαρκώνεται στα πρόσωπα των γονέων ή των καθηγητών του. «Δεν πρόκειται να κάνω αυτό που μου λες», «Δε μ’ αρέσει το διάβασμα» είναι κάποιες από τις συνήθεις απαντήσεις τους στις υποδείξεις των ενηλίκων να «στρωθούν» στο διάβασμα. 
  • Τέλος, είναι πιθανό να υπάρχουν άλλα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν συναισθηματικά το παιδί ή τον έφηβο, όπως για παράδειγμα οικογενειακά θέματα (συγκρούσεις, διαζύγιο, απώλειες), θέματα υγείας, θέματα σχέσεων με τους συμμαθητές (διαφωνίες, bullying) κ.ά., με αποτέλεσμα η μελέτη να μη βρίσκεται στις άμεσες προτεραιότητές τους.

 

Και τώρα τι κάνουμε;

 

Μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε και αυτό! Ας μην χάνουμε την ψυχραιμία μας και αρχικά ας προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τι συμβαίνει.

 

  • Συζητούμε με το παιδί μας και προσπαθούμε να δούμε και τη δική του πλευρά.
  • Συνεργαζόμαστε με το/τη δάσκαλο/δασκάλα ή τους καθηγητές και αναζητούμε και τη δική τους εικόνα.
  • Κάνουμε έναν πλήρη ιατρικό έλεγχο (όραση και ακοή) για να σιγουρευτούμε ότι οι βασικές (και απαραίτητες για τη διαδικασία της μάθησης) αισθήσεις του παιδιού λειτουργούν ικανοποιητικά.
  • Αν υποπτευόμαστε την ύπαρξη δυσκολιών μάθησης ή μας έχουν μιλήσει για κάτι αντίστοιχο στο σχολείο του παιδιού, απευθυνόμαστε σε κάποιον Ειδικό (Σχολικό Ψυχολόγο, Ειδικό Παιδαγωγό ή/και Αναπτυξιολόγο), προκειμένου να γίνει μία διερεύνηση των δυσκολιών του παιδιού και να βοηθηθεί κατάλληλα.
  • Παρουσιάζουμε τη μελέτη ως υποχρέωση του παιδιού, η οποία πρέπει να γίνεται μέσα στο απόγευμα. Αν το παιδί παραπονιέται ότι είναι κουρασμένο, το σεβόμαστε και συμφωνούμε το χρόνο που χρειάζεται να ξεκουραστεί.
  • Μπορούμε από κοινού με το παιδί να θέσουμε σταθερή ώρα έναρξης της μελέτης, καθώς και μία ώρα για την προσδοκώμενη λήξη, ανάλογα με την ποσότητα των μαθημάτων και τη μέση διάρκεια που χρειάζεται για να μελετήσει το καθένα.
  • Θέτουμε ξεκάθαρα όρια από την αρχή και προσπαθούμε να τα τηρούμε με σταθερότητα. Συμφωνούμε ότι αν η μελέτη ξεκινήσει και ολοκληρωθεί με επιτυχία περίπου την ώρα που έχουμε υπολογίσει, το παιδί μπορεί να έχει μία θετική συνέπεια (π.χ. ενασχόληση με το παιχνίδι που του αρέσει, μία βόλτα στο πάρκο κ.ά.). Αν όχι, θα πρέπει να υπάρξει μία αρνητική συνέπεια (π.χ. στέρηση μίας αγαπημένης δραστηριότητας). Έτσι, το παιδί είναι σε θέση να επιλέξει μόνο του τι θα κάνει, αλλά φυσικά χρειάζεται να δεχθεί και τις συνέπειες της επιλογής του.
  • Ζητούμε τη συνεργασία του εκπαιδευτικού. Αν το παιδί πάει αδιάβαστο στο σχολείο και έχει να αντιμετωπίσει τη δυσαρέσκεια του εκπαιδευτικού, αλλά και τις συνέπειες της άρνησής του για μελέτη (π.χ. να έχει να κάνει διπλή δουλειά στο σπίτι), είναι πιθανό να οργανωθεί καλύτερα την επόμενη φορά.
  • Στους εφήβους είναι λίγο πιο δύσκολα τα πράγματα, μιας και αντιδρούν εκ προοιμίου σε ό, τι κι αν τους επιβληθεί ως υποχρέωση. Η σχέση τους με το διάβασμα είναι κάτι που χρειάζεται να έχει δουλευτεί κατά τη σχολική ηλικία. Στην περίοδο της εφηβείας προσπαθούμε να συζητούμε ήρεμα μαζί τους και να τους υπενθυμίσουμε ότι η απογευματινή μελέτη και άρα η πρόοδος στα μαθήματά τους, τους φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στους στόχους που εκείνοι έχουν επιλέξει.
  • Στην περίπτωση που το παιδί ή ο έφηβος μοιραστεί μαζί μας τα συναισθήματά του και τα ζητήματα που τον απασχολούν, ακούμε με προσοχή και προσπαθούμε να σταθούμε δίπλα του συναισθηματικά. Κρατούμε ανοιχτή τη δίοδο επικοινωνίας και αν δεν νιώθουμε έτοιμοι ή σίγουροι για τον τρόπο που χειριζόμαστε το όλο θέμα, συμβουλευόμαστε κάποιον Ειδικό Ψυχολόγο-Ψυχοθεραπευτή.